υδροπωλητής

υδροπωλητής
ο, Ν
πωλητής νερού, νερουλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + πωλητής (< πωλώ). Η λ., στον λόγιο πληθ. ὑδροπωληταί, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”